- μανικοίς
- μανικοῖςμανικόςof: masc /neut dat pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
μανικοῖς — μανικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανιακός — και μανικός, ή, ό (AM μανικός και μανιακός, ή, όν) [μανία] αυτός που κατέχεται από μανία, μαινόμενος, παράφρων, τρελός («ταύτην τὴν ἐπωνυμίαν ἔλαβες τὸ μανικὸς καλεῑσθαι», Πλάτ.) νεοελλ. 1. ως ουσ. άνθρωπος παράφρων, ανισόρροπος 2. αυτός που… … Dictionary of Greek